Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ

См. также в других словарях:

  • ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… …   Dictionary of Greek

  • ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»